.ήταν μαζί με άλλους δύο που φορούσαν καμπαρτίνες και καπέλα. Το
> φως από την λάμπα φθορίου στο δρόμο δεν ήταν αρκετό για να ξεχωρίσω
> πρόσωπα. Μου κάνει νόημα να κατέβω. για να έρθει την ίδια μέρα ,
> σκέφτηκα, κάτω από το σπίτι μου σημαίνει ότι γουστάρει πολύ. Η
> καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Διέσχισα το σαλόνι στις
> μύτες των ποδιών μου. Δεν μπορούσα να περιμένω το ασανσέρ. Κατέβηκα
> απ' τις σκάλες. Περνάω το δρόμο.
> -γεια, λέω
> -πάμε
> -που πάμε; (Έχω ήδη αρχίσει να γκαυλώνω.) Ποιοι είναι οι φίλοι σου;
>
> Ένας από αυτούς σηκώνει το γείσο του καπέλου του και μου λέει
>
> -δεν έχουμε χρόνο θα τα πούμε στ' αμάξι
>
> Χριστέ μου ήταν ο λιακόπουλος. Ο ίδιος όπως τον βλέπω στην
> τηλεόραση. Φουλ τρίχα και αναψοκοκκινισμένος.
>
> Θεέ μου σε ευχαριστώ, το μανάρι που ψώνισα χθες μου κανόνισε
> παρτούζα με τον λιακόπουλο, και δεν κρατιέται κιόλας.
>
> Με αρπάζει ο τρίτος από το μπράτσο, έλληνας κούρος, σαν άγαλμα
> γυρνάει και μου λέει με μια καθησυχαστική φωνή
>
> -έλα, μην φοβάσαι
>
> Προχωρήσαμε λίγο και μπαίνουμε σε ένα VW με φιμέ τζάμια. Και τι να
> δω. Το αυτοκίνητο μέσα γεμάτο υπολογιστές, στο τιμόνι αντί το σήμα
> της VW, δύο αντικριστά έψιλον.
>
> Ο Λιακόπουλος βγάζει ένα φάκελο και μου λέει
>
> -Πετάς σε 1 ώρα, είναι όλα έτοιμα. Θα σε περιμένει ο Αρίσταρχος στο
> αεροδρόμιο. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνουν αυτοί.
>
> -Ποιος Αρίσταρχος; Πετάω για πού; Τι λέει ρε συ;
>
omerta
Subscribe to:
Posts (Atom)